πολυβουτένιο

πολυβουτένιο
το, Ν
(χημ. τεχνολ.) άλλη ονομασία τής πολυμερούς ένωσης πολυβουτυλένιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυβουτυλένιο — και πολυβουτένιο, το, Ν (χημ. τεχνολ.) μακρομοριακή ένωση που ανήκει στην οικογένεια τών πολυολεφινών και παρουσιάζει ικανοποιητική αντίσταση στις θερμικές καταπονήσεις, εξαιρετική ανθεκτικότητα στη δημιουργία ρωγμών στη μάζα του και υψηλή αντοχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”